κουλούκι

κουλούκι
το (Μ κουλούκι[ν])
το νεογνό τού σκυλιού ή τής αρκούδας, κουτάβι ή αρκουδάκι
νεοελλ.
1. νόθο παιδί
2. τυφλός
3. υπολείμματα φύλλων καπνού
μσν.
(υβριστικά) ανόητος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κυλάκιον, με κώφωση < σκυλάκιον, με αποκοπή τού αρκτικού σ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουλούκι — το 1. κουτάβι. 2. χαρακτηρισμός τυφλού. 3. νόθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουλουκιά — η [κουλούκι] φτωχικό, απλό κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κουλουκιάζω — στριμώχνομαι σε μια θέση, μαζεύομαι σε μια γωνιά σαν σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλούκι] …   Dictionary of Greek

  • κουτούκι — I (λ. τουρκ.) 1. στραβός. 2. κουλούκι. 3. κούτσουρο. II υπόγειο στενό ή μικρό, μικρό καφενείο ή εστιατόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”