- κουλούκι
- το (Μ κουλούκι[ν])το νεογνό τού σκυλιού ή τής αρκούδας, κουτάβι ή αρκουδάκινεοελλ.1. νόθο παιδί2. τυφλός3. υπολείμματα φύλλων καπνούμσν.(υβριστικά) ανόητος, απερίσκεπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κυλάκιον, με κώφωση < σκυλάκιον, με αποκοπή τού αρκτικού σ-)].
Dictionary of Greek. 2013.